κοί — κοΐ , κοί squeaking indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοΐ — κοΐ (Α) κωμική απομίμηση τού γρυλλισμού ή τής κραυγής μικρών χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.] … Dictionary of Greek
Κοῖ' — Κοῖε , Κοῖος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίτοιο — κοί̱τοιο , κοῖτος resting place masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίτου — κοί̱του , κοῖτος resting place masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίτωι — κοί̱τῳ , κοῖτος resting place masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίτῳ — κοί̱τῳ , κοῖτος resting place masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλότερον — κόιλος hollow adverbial comp κόιλος hollow masc acc comp sg κόιλος hollow neut nom/voc/acc comp sg κοῑλότερον , κοῖλος hollow adverbial comp κοῑλότερον , κοῖλος hollow masc acc comp sg κοῑλότερον , κοῖλος hollow neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοΐζω — κοΐζω (Α) [κοΐ] 1. (για μικρούς χοίρους) κράζω «κοΐ» 2. (για πρόσ.) γρυλλίζω σαν χοίρος … Dictionary of Greek
κοιλοτάτων — κόιλος hollow fem gen superl pl κόιλος hollow masc/neut gen superl pl κοῑλοτάτων , κοῖλος hollow fem gen superl pl κοῑλοτάτων , κοῖλος hollow masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)